- ποώδεις
- ποώδηςherbaceousmasc/fem acc plποώδηςherbaceousmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ντάλια — Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των Συνθέτων ή Κομποζίτων (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει αρκετά είδη και ποικιλίες με διακοσμητικά άνθη· κατάγονται από το Μεξικό, αλλά είναι διαδεδομένα σε όλους τους κήπους των εύκρατων… … Dictionary of Greek
ποώδης — ες, ΝΜΑ, και ποιώδης, Α [πόα / ποία] 1. αυτός που ανήκει στο είδος τής πόας 2. αυτός που μοιάζει με πόα νεοελλ. φρ. α) «ποώδη φυτά» ή, απλώς, «τα ποώδη» τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει μόνο την οικογένεια αγρωστώδη β)… … Dictionary of Greek
ριζοκαρπικός — ή, ό, Ν βοτ. (για φυτό) αυτός που κάθε χρόνο δίνει νέους ποώδεις γόνιμους βλαστούς από ένα υπόγειο πολυετές στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. rhizocarpe (< ρίζα + καρπός)] … Dictionary of Greek
τριγλώχιν — ινος, ο, η, ΝΜΑ, και τριγλώχις, ινος και σπάν. τ. ουδ. πληθ. τριγλώχινα, ΜΑ αυτός που έχει τρεις γλωχίνες, τρεις αιχμές («τριγλώχινα Σικελίαν», Πίνδ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο τριγλώχιν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει… … Dictionary of Greek